θηρεύσει

θηρεύσει
θήρευσις
hunting
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
θηρεύσεϊ , θήρευσις
hunting
fem dat sg (epic)
θήρευσις
hunting
fem dat sg (attic ionic)
θηρεύω
hunt
aor subj act 3rd sg (epic)
θηρεύω
hunt
fut ind mid 2nd sg
θηρεύω
hunt
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θηράσιμος — θηράσιμος, ον (Α) αυτός τον οποίο μπορεί να θηρεύσει, να επιτύχει κάποιος («θηρεύοντες οὐ θηρασίμους γάμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρώ ή απ ευθείας < θήρα] …   Dictionary of Greek

  • θηρεύσιμος — η, ο (Α θηρεύσιμος, ον) [θηρεύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί ή αξίζει κάποιος να θηρεύσει, αγρεύσιμος 2. κατορθωτός …   Dictionary of Greek

  • οχλοχαρής — ὀχλοχαρής, ές (Α) αυτός που ευχαριστεί τα πλήθη προκειμένου να θηρεύσει την εύνοιά τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”